σακοειδής

σακοειδής
-ές, Ν
όμοιος με σάκο, αυτός που έχει σχήμα σάκου, θυλακοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Σ. Δ. Βάλβη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκκόλπωμα — το σακοειδής κοιλότητα που δεν είναι φυσιολογική και επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο («εκκόλπωμα κύστεως, εκκόλπωμα στομάχου κ.λπ.») …   Dictionary of Greek

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… …   Dictionary of Greek

  • όσχεο — το (Α ὄσχεον) ανατ. σακοειδής θύλακος που περιέχει τους όρχεις με τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”